loader image

Πήλιο, το βουνό των Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι θεοί του Ολύμπου να παραθέριζαν εκεί τη θερινή περίοδο, αλλά οι Κένταυροι ζούσανε εκεί όλο το χρόνο. Κάτι ήξεραν.. γιατί ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχει ιδανική περίοδος για το Πήλιο. Ανάλογα με την εποχή προσφέρει μία πληθώρα δραστηριοτήτων στα 70 χωριά που το απαρτίζουν. Χαρακτηριστικός ο συνδυασμός βουνού και θάλασσας με εναλλαγές τοπίων που συνεπαίρνουν το μυαλό και γεμίζουν την ψυχή.

Ξεχωρίζει το χειμώνα για το χιονοδρομικό κέντρο στα Χάνια και το καλοκαίρι για τα κρυστάλλινα νερά που λούζουν τα παραθαλάσσια χωριά του, σε συνδυασμό με την δροσιά που προσφέρουν τα ορεινά χωριά. Στα ορεινά, γεμάτα γραφικότητα, χωριά του Πηλίου κάθε εποχή ο επισκέπτης μπορεί να ζήσει τη μαγεία τους. Ιδανικά, να τα περπατήσει, να μοιραστεί τις στιγμές του με τους ντόπιους, να γευτεί τοπικές γεύσεις. Υπάρχουν δραστηριότητες για όλες τις προτιμήσεις!

Πρώτη μου φορά στο Πήλιο, άνοιξη, κι είπα ξεκινήσω τις περιπλανήσεις από τα δύο ορεινά,  πιο κοντινά χωριά στο Βόλο. Μισή ώρα περίπου ανηφορίζοντας από το Βόλο θα βρεθείτε στη Μακρυνίτσα, η οποία έχει χαρακτηριστεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως το «μπαλκόνι του Πηλίου», σίγουρα όχι άδικα. Όποιος την επισκεφτεί, το επιβεβαιώνει. Η Μακρινίτσα επίσης είναι από τα πιο γραφικά χωριά διατηρώντας την Πηλειορίτικη αρχιτεκτονική και ταξιδεύοντας τους επισκέπτες της σε μία άλλη εποχή. Χαρακτηριστική η πλατεία του χωριού με την υπέροχη θέα της στο Βόλο και τον Παγασητικό κόλπο, καθώς και τα αιωνόβια πλατάνια της.

Πολλοί από τους ξενώνες του χωριού προσφέρουν επίσης αυτή τη θέα, έτσι κι εμείς επιλέξαμε έναν από αυτούς για τη διαμονή μας.

Βέβαια, μόλις αφήσαμε τα πράγματα μας, ανεβήκαμε από τα καλντερίμια στην πλατεία, σε πολύ λίγη ώρα, καθίσαμε έξω στην πλατεία στο «Κεντρικόν», για καφέ και παραδοσιακές πίτες. Στη συνέχεια περιπλανηθήκαμε στα πλακόστρωτα σοκάκια του χωριού, επισκεφθήκαμε το ιδιαίτερο μουσείο λαϊκής τέχνης για να έρθουμε όσο πιο κοντά στην πηλιορείτικη ζωή, δροσιστήκαμε από τη βρύση του Αθάνατου Νερού.

Για να καλύψουμε την πείνα μας κατά τη διαμονή μας στο χωριό, επιλέξαμε την ταβέρνα με τις τοπικές νοστιμιές «Κάρδαμο».

Φυσικά κατά την παραμονή μας στο χωριό, δεν παραλείψαμε να επισκεφθούμε το καφέ- ουζερί «Θεόφιλος», το οποίο έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Για την ύπαρξη του μας έδωσαν πληροφορίες οι ντόπιοι κι έτσι φτάσαμε στην πόρτα του για να δούμε με τα μάτια μας την μεγάλη τοιχογραφία σχετική με την επανάσταση, του ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Φυσικά στο χώρο προσφέρονται και τοπικά εδέσματα που μπορείτε να συνδυάσετε με ντόπιο τσίπουρο.

Πολύ κοντινό χωριό στη Μακρινίτσα, είναι η Πορταριά, στην οποία επιλέξαμε να μεταβούμε με τα πόδια μέσα από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο αρχικά. Μικρή βατή απόσταση, περίπου 2 χιλιόμετρα, κι η διαδρομή ανάμεσα από το πράσινο ανοιξιάτικο τοπίο, μας γέμισε οξυγόνο και όμορφες εικόνες. Λίγο μετά τη μέση της διαδρομής όμως, βρήκαμε το Μονοπάτι των Κενταύρων κι αποφασίσαμε να το ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στο κέντρο του χωριού. Έτσι το τοπίο μας έγινε ακόμη πιο ενδιαφέρον, μέσα στη φύση, καταπράσινο, με γεφυρούλες και κοντά σε γάργαρο νερό. Λίγο παραπάνω από μισή ώρα επιπλέον ευφορίας, πριν αρχίσουμε τις βόλτες και στον άλλο παραδοσιακό πηλιορείτικο οικισμό της Πορταριάς και τα καλντερίμια της. Ημέρα για περπάτημα κι εξερεύνηση όπως καταλάβατε, κι αυτού του γραφικού χωριού. Μέχρι τον καταρράκτη Κάραβο, το ψηλότερο σημείο της Πορταριάς, και πάλι πίσω στην κεντρική πλατεία κάτω από τα πλατάνια, μία προτεινόμενη από ντόπιους διαδρομή! Ώρα για να πάρουμε δυνάμεις, στο εστιατόριο «Κρίτσα». Τοπικές γεύσεις, τοπικά προϊόντα και γαστρονομική εμπειρία συνυφασμένη με την αύρα του χωριού. 

Επιστροφή στη Μακρινίτσα

Ο δρόμος της επιστροφής, κατά το σούρουπο, στη Μακρινίτσα ήταν πιο αργός και με στάση στο καφέ «Αερικό» για να βάλουμε όσες θερμίδες χάσαμε κατά την περιπατητική μας ημέρα. Οι ντόπιοι ευτυχώς δεν μας έκρυψαν ότι εκεί θα βρίσκαμε χειροποίητα λαχταριστά γλυκά σε συνδυασμό με την ωραία θέα.

Οι περιπέτειες δεν θα σταματούσαν εδώ φυσικά! Η τελευταία νύχτα δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη. Μας φιλοξένησε το μπαρ «Μελωδία» για κρασάκι και συζητήσεις με τους ντόπιους μέχρι το κλείσιμο.

Το επόμενο πρωί, αφού πήραμε το πρωινό μας, ήρθε η ώρα να πάρουμε και τα ενθύμια μας από το Πήλιο. Τα ενθύμια που επιλέγω πολύ συχνά είναι ντόπια βρώσιμα προϊόντα για να «κουβαλήσω» και στην κουζίνα μου και στην καθημερινότητα της πόλης, τις γεύσεις και τις αναμνήσεις των ταξιδιών μου. «Το μαγαζάκι της φύσης» αυτή τη φορά, με βοήθησε σε αυτό.

Αφήνοντας το Πήλιο, κατηφορίσαμε στο Βόλο για μια βόλτα κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο, στην παραλία του Βόλου. Μία μικρογραφία της Θεσσαλονίκης μας. Η μαρίνα με τα καραβάκια της αραγμένα, παραλιακό μέτωπο για βολτίτσες, παραλιακές καφετέριες για στάσεις! Πλήθος κόσμου, ντόπιοι κι επισκέπτες, απολαμβάνουν την ωραία μέρα δίπλα στη θάλασσα, όπως κι εμείς άλλωστε.

Οι βόλτες κι ο θαλλασινός αέρας όμως μας άνοιξαν την όρεξη. Η τελευταία στάση λοιπόν πριν την επιστροφή στην πόλη μας, ήταν για φαγητό στο κοντινό παραθαλάσσιο χωριό της Αγριάς, στην ταβέρνα «Τα παιδιά». Κάτι ντόπιοι φίλοι μας το είχαν προτείνει από πριν ξεκινήσουμε για την εκδρομή μας. Δώσαμε βαρύτητα στην συμβουλή τους και βαρύναμε για τα καλά από τις θαλασσινές λιχουδιές τους!